- φύτευμα
- (phyteuma). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των καμπανουλιδών, της τάξης των συνάνδρων. Περιλαμβάνει γύρω στα 40 είδη πολυετών φυτών, που ανθίζουν στα ορεινά λιβάδια της Ευρώπης και της Ασίας. Έχουν ανθοταξίες ωοειδείς ή μακρόστενες, σχηματισμένες από μικρά λουλούδια με μακρουλή στεφάνη, βαθυσχιδή και εξογκωμένη στη βάση και από την αρχή ελαφρά σωληνοειδή. Πολλά είδη είναι διακοσμητικά, ενώ άλλα καλλιεργούνται ως σαλατικά. Γνωστότερα από αυτά είναι το φ. το σταχυρό, η ρίζα του οποίου είναι φαγώσιμη, και το φ. το κιτρόφυλλο, του οποίου τρώγονται ως σαλάτα οι βλαστοί και τα φύλλα.
To φυτό φύτευμα το σταχυρό.
* * *-εύματος, το, ΝΜΑ, και φύτεμα Ννεοελλ.1. η ενέργεια τού φυτεύω, τοποθέτηση σπόρου ή ρίζας φυτού στο έδαφος, φύτευση2. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας καμπανουλίδεςμσν.-αρχ.φυτό («κοσμοῦντες φυτεύμασί τε και οἰκοδομήμασιν», Πλάτ.)αρχ.1. αυτό που φυτεύεται, μόσχευμα2. γέννηση3. είδος φυτού4. μτφ. εμφύτευση, διάδοση, διασπορά («φύτευμα πίστεως», Επιφάν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτεύω. Ως όρος τής βοτ., η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. fyteuma].
Dictionary of Greek. 2013.